- ξενισμός
- οτο να μιμείται κανείς τους ξένους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξενισμός — strangeness masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενισμός — ο (Α ξενισμός) [ξενίζω] νεοελλ. 1. η χρησιμοποίηση ξενικών λέξεων και τύπων σύνταξης, αντί τής αναζήτησης αντίστοιχων λέξεων και τύπων τής ντόπιας γλώσσας (α. «ήλθε η μαντάμ» ήλθε η κυρία β. «έλαβε χώραν» έγινε, συντελέστηκε, πραγματοποιήθηκε) 2 … Dictionary of Greek
ξενισμοῖς — ξενισμός strangeness masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενισμοί — ξενισμός strangeness masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενισμοῦ — ξενισμός strangeness masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενισμούς — ξενισμός strangeness masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενισμῶν — ξενισμός strangeness masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενισμῷ — ξενισμός strangeness masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενισμόν — ξενισμός strangeness masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
пища — ПИЩ|А (724), Ѣ (А) с. 1.Пища, еда: аште бо насытилъсѧ ѥси пиштею накърми альчьнааго. Изб 1076, 19 об.; пищю въ мѣрѹ приимаше. (τροφῇ) ЖФСт к. XII, 41; да имѣють слѹгѹ ѥдиного… и таковыи слѹга на принесениѥ пища. УСт к. XII, 243; имѹще же пищю и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)